Άγιος βίος

αγιος σωζων

Ο άγιος Σώζων ήταν βοσκός και όταν ήταν εθνικός λεγόταν Ταράσιος. Κάποτε πήγε στη Κιλικία και έσπασε το χέρι ενός χρυσού αγάλματος, το πούλησε και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς. Μετά ομολόγησε στον έπαρχο την πράξη του και ρίχτηκε στη φωτιά για τιμωρία. Έτσι μαρτύρησε ο πράος βοσκός.
Ημέρα Εορτασμού: 
07 September
Γεννήθηκε: 
3 αιωνα
Πέθανε: 
3 αιωνα
Γένος: 
Άνδρας
Ιδιότητα: 
Πολιούχος: 
Άγιος Σώζων

Ο Άγιος Σώζων έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Ζούσε στη Λυκαονία και ονομαζόταν Ταράσιος. Όταν βαπτίσθηκε χριστιανός, ονομάσθηκε Σώζων. Ήταν βοσκός στο επάγγελμα και πολύ πράος όπως τα πρόβατα που έβοσκε. Μελετούσε με επιμέλεια την Αγία Γραφή, και όταν στην εξοχή συναντούσε ειδωλολάτρη, προσπαθούσε να τον κατηχήσει στο Χριστό.
Κάποτε ο Σώζων πήγε στην Πομπηϊούπολη της Κιλικίας, όπου υπήρχε ένα χρυσό ειδωλολατρικό άγαλμα. Ο Άγιος Σώζων έσπασε το δεξί χέρι του χρυσού αγάλματος, και τα έσοδα από την πώληση τα μοίρασε στους φτωχούς. Ο έπαρχος Μαξιμιανός φυλάκισε πολλούς που δεν ήταν υπεύθυνοι για το συμβάν. Ο Άγιος Σώζων παρουσιάστηκε στον έπαρχο και του είπε με ήρεμο ύφος ότι αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος και έτσι ωφέλησε και κάποιους φτωχούς. Τον συνέλαβαν κατόπιν αυτής της ομολογία του και τον έριξαν στη φωτιά. Έτσι μαρτύρησε ο πράος βοσκός.

Υμνολογία

Απολυτίκιο: 

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δι' ὄμφης οὐρανίου πιστωθεῖς πρὸς τὰ κρείττονα, τοὺς τῆς εὐσέβειας ἀγῶνας, ἄπτοητως διέδραμες· καὶ ὤφθης τοῦ Σωτῆρος κοινωνός, ἀθλήσας Μάρτυς Σῴζων ἄνδρικως· διὰ τοῦτο διασῴζεις ἐκ πειρασμῶν, τοὺς πίστει προσιόντας σοί. Δόξα τῷ παρασχόντι σοὶ ἴσχυν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἔνεργουντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.

Κοντάκιο: 

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, καὶ θεοφόρον Μάρτυρα, καὶ ἀθλητὴν τῆς εὐσεβείας δόκιμον, συνελθόντες ἀνυμνήσωμεν, μεγαλοφώνως πάντες σήμερον, Σῴζοντα τὸν θεῖον μύστην τῆς χάριτος, ἰάσεων δοτῆρα πλουσιώτατον· πρεσβεύει γὰρ τῷ θεῷ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα: 

Ἦχος δ’.
Ταχὺ προκατάλαβε σωθεὶς διὰ πίστεως, Σῴζων πολύαθλε, σωτήριος γέγονας, χειμαζομένων λιμήν, προνοίᾳ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ· βρύεις γὰρ ἰαμάτων, ποταμοὺς τοῖς ποθοῦσι, παύεις ἀρρωστημάτων, τὸν φλογμὸν καθ᾿ ἑκάστην· διὸ τὴν θείαν μνήμην σου, πίστει γεραίρομεν.